απογέρνω

απογέρνω
1. κλίνω ελαφρά προς ένα μέρος
2. γέρνω οριστικά («ήταν γερτό το δέντρο, με τον αέρα απόγειρε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απογέρνω — όγειρα, ογερμένος 1. γέρνω ελαφρά προς κάποιο μέρος, κλίνω: Το φορτίο του μουλαριού απογέρνει λίγο δεξιά. 2. γέρνω οριστικά, εντελώς στο ένα μέρος: Τα στάρια με τη χθεσινή βροχή απόγειραν πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”